ταβανόσκουπα

ταβανόσκουπα
η щётка для обметания потолка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ταβανόσκουπα" в других словарях:

  • ταβανόσκουπα — ταβανόσκουπα, η και νταβανόσκουπα, η σκούπα με μακρύ ξύλινο κοντάρι, ξεσκονίστρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταβανόσκουπα — και νταβανόσκουπα, η, Ν 1. σκούπα με μακρύ κοντάρι, η οποία χρησιμεύει για το καθάρισμα τής οροφής και τού επάνω μέρους τών τοίχων 2. μτφ. πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • νταβανόσκουπα — η βλ. ταβανόσκουπα …   Dictionary of Greek

  • νταβανόσκουπα — νταβανόσκουπα, η και ταβανόσκουπα, η 1. σκούπα με μακρύ κοντάρι για το καθάρισμα οροφής. 2. μτφ., άνθρωπος λεπτός και ψηλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»